- πολυκροτισμός
- ο, Νιατρ. η ιδιότητα τού σφυγμού να παρουσιάζει δευτερογενή κύματα στα σφυγμομετρικά διαγράμματα σε χρόνιες δηλητηριάσεις και περιπτώσεις βραδυκαρδίας.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. polycrotism < πολυ-* + κρότος + κατάλ. -ισμός].
Dictionary of Greek. 2013.